σκοροδών

σκοροδών
-ῶνος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) το τμήμα τού κήπου όπου φυτεύονται σκόρδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκόροδον + επίθημα -ών, -ῶνος (πρβλ. αμπελ-ών)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκορόδων — σκόροδον garlic neut gen pl σκοροδόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) σκοροδόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ALLIUM — I. ALLIUM non minus ac cepe et porrum, inter Aegyptiorum olim Numina: de quibus sic Prudentius contra Symmachum l. 2. v. 465. Quadriviis brevioribus ire parati Vilia Niliacis venerantur oluscula in hortis, Porrum et cepe Deos imponcre nubibus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

  • μώλυζα — η (Α μώλυζα) νεοελλ. το φυτό κρόμμυον το σκορδόπρασον αρχ. κεφαλή τού σκόρδου («μώλυζα σκορόδων», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μώλυ + κατάλ. ζα (πρβλ. κόνυ ζα, όρυ ζα)] …   Dictionary of Greek

  • τριτοπηλίς — Α (κατά τον Ησύχ.) «σκορόδων δέσμη...». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. τ. αντί τού τρόπαλις* (πρβλ. τροπαλλίς, αττ. τ. τρόπηλις), πιθ. κατ επίδραση τού τρίτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”